- σπρέι
- aerozol (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
στρατόσφαιρα — Η ανώτερη ζώνη της ατμόσφαιρας. Η σ. χαρακτηρίζεται από σταθερή θερμοκρασία, ανάλογα με το ύψος. Η ύπαρξη της περιοχής αυτής στην ατμόσφαιρα, στην οποία η θερμοκρασία ελαττώνεται με το ύψος, αλλά μένει συνολικά στάσιμη και μάλιστα αυξάνει… … Dictionary of Greek
γκράφιτι — (graffiti). Επιγραφή ή ζωγραφική παράσταση σε τοίχο και γενικότερα σε δημόσιο χώρο. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους αρχαιολόγους για να δηλώσει ανεπίσημες γραφές σε τύμβους και αρχαία μνημεία. Στη σύγχρονη εποχή το γ. εμφανίστηκε κατά τα… … Dictionary of Greek
διμεθυλαιθέρας — Οργανική ένωση με τύπο CH3 O CH3 που παρασκευάζεται κυρίως από μεθανόλη. Είναι εύφλεκτο αέριο χαρακτηριστικής οσμής που χρησιμεύει ως διαλύτης αλλά και ως προωθητικό αέριο για τα σπρέι … Dictionary of Greek
ενδοσκοπική παλίνδρομη χολαγγειοπαγκρεατογραφία — Ειδική εξέταση των σωλήνων που οδηγούν από το συκώτι, τη χοληδόχο κύστη και το πάγκρεας στο δωδεκαδάκτυλο. Με το ενδοσκόπιο διοχετεύεται σε αυτούς τους σωλήνες σκιαγραφικό υλικό, που επιτρέπει στον γιατρό να κάνει τις παρατηρήσεις του. Η μέθοδος… … Dictionary of Greek
Μπασκιά, Ζαν Μισέλ — (Jean Michel Basquiat, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1960 – Νέα Υόρκη 1988). Αμερικανός δημιουργός γκράφιτι, ζωγράφος. Σε ηλικία 17 ετών άρχισε να σχεδιάζει με σπρέι γκράφιτι στο μετρό της Νέας Υόρκης, υπογράφοντας ως SAMO. Εγκατέλειψε το σχολείο και… … Dictionary of Greek